- Στρατωνίδης
- Στρᾰτωνίδης, ου, ὁ, Comic patronymic, as we might sayA Son of a Gun, Ar.Ach.596.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Στρατωνίδης — Son of a Gun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατωνίδης — ὁ, Α (ως κωμικό πατρων.) γιος τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, πιθ. μέσω αμάρτυρου στρατών, με επίθημα ίδης (πρβλ. Γναθων ίδης)] … Dictionary of Greek
Στρατωνίδου — Στρατωνίδης Son of a Gun masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)